- πατιρντί
- και πατερντί και πατριντί, τοάκλ. υπερβολικός και συγκεχυμένος θόρυβος από ομάδα ανθρώπων, αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, αναταραχή, νταβατούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. patirdi].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατιρντί — το (λ. τουρκ.), μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση, αλλιώς σαματάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαματάς — ο, Ν 1. θόρυβος, ταραχή 2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata] … Dictionary of Greek